δηνάριο

δηνάριο
(denarius). Αργυρό ρωμαϊκό νόμισμα που κόπηκε για πρώτη φορά περίπου το 268 π.Χ., με βάρος περίπου 4,55 γρ. και αξία 10 ασαρίων. Το 217 π.Χ. το βάρος του περιορίστηκε σε 3,90 γρ. και η αξία του αυξήθηκε σε 16 ασάρια. Σε όλη τη δημοκρατική περίοδο το δ. έφερε πάντα στα δεξιά το σήμα της αξίας του σε ασάρια: Χ αρχικά και XVI μετά το 217. Την πρώτη περίοδο της κοπής του και έως τα τέλη του 3ου αι. π.Χ. το δ. έφερε τις χαρακτηριστικές παραστάσεις της κεφαλής της Ρώμης με κράνος στη μία όψη και των Διόσκουρων Κάστορα και Πολυδεύκη έφιππων στην πίσω όψη. Έπειτα οι παραστάσεις που αποτυπώνονταν στο δ. άλλαζαν συχνά. Δ. συνεχίστηκαν να κόβονται σε όλη τη δημοκρατική περίοδο και στον καιρό της αυτοκρατορίας έως τα χρόνια του ΓορδιανούΠίου (238-244 μ.Χ.). Υπήρξε το πιο διαδεδομένο νόμισμα της Ρώμης σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Η κοπή δ. ξανάρχισε αργότερα επί Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.) αλλά διακόπηκε πάλι την εποχή του αυτοκράτορα Κώνστα, όταν το δ. αντικαταστάθηκε από άλλο νόμισμα και εξαφανίστηκε οριστικά. Το χρυσό δ. είχε 25 φορές μεγαλύτερη αξία από το αργυρό, αλλά και αυτού το βάρος και το μέγεθος μεταβλήθηκαν πολλές φορές, ώσπου καταργήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Δ. ονομαζόταν επίσης και ασημένιο νόμισμα που είχε κόψει ο Καρλομάγνος και το οποίο κυκλοφόρησε για πολλούς αιώνες στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Δ. ονομάζονται σήμερα τα νομίσματα της Σερβίας, της Αλγερίας, της Τυνησίας και άλλων χωρών. To d με το οποίο οι Άγγλοι εξακολουθούν να γράφουν συντομογραφικά τις πένες προέρχεται από το d(enarius). Τρία δηνάρια κομμένα σε διάφορες εποχές: 1) της δημοκρατικής εποχής (β’ μισό 3ου αι. π.Χ.), 2) της εποχής του Καίσαρα, με τη μορφή του Ιουλίου Καίσαρα (50-44 π.Χ.), 3) της αυτοκρατορικής εποχής, με τη μορφή του Αδριανού (117-128 μ.Χ.) (Εθνικό Ρωμαϊκό Μουσείο, Ρώμη).
* * *
το (AM δηνάριον, Μ και δηνέρι, -ιν)
ρωμαϊκό νόμισμα που ισοδυναμούσε με δέκα ασσάρια
νεοελλ.
νομισματικές μονάδες τής Γιουγκοσλαβίας, τής Περσίας και άλλων χωρών
αρχ.
(Εκκλ.) η απόλαυση αγαθού ως ανταμοιβή οσιότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. denarius].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δηνάριο — το νόμισμα της Σερβίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομισματολογία — Η λέξη νόμισμα παράγεται από τη λέξη νόμος και σημαίνει το νόμιμο, δηλαδή το νόμιμο μέτρο των αξιών. Τα πρώτα νομίσματα κόπηκαν κατά τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, στο βασίλειο της Λυδίας ή στις ελληνικές πόλεις της Ιωνίας. Ο ακριβής… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • γρόσι — το 1. νόμισμα τής Τουρκίας και τής Αιγύπτου που ισοδυναμεί με το 1 / 100 τής τουρκικής ή αιγυπτιακής λίρας και με 40 παράδες 2. πληθ. τα γρόσ(ι) α χρήματα 3. φρ. α) «έχεις γρόσια, έχεις γλώσσα» μόνο ο πλούσιος μπορεί να μιλάει ελεύθερα β) «κάθε… …   Dictionary of Greek

  • δεκάχαλκον — δεκάχαλκον, το (Α) νόμισμα ισοδύναμο με δέκα «χαλκούς», με δέκα χάλκινα νομίσματα, το ρωμαϊκό δηνάριο …   Dictionary of Greek

  • δινάρι — το (Μ δινάριον) το δηνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δηνάριο] …   Dictionary of Greek

  • ολοκότ(τ)ινος — ὁλοκότ(τ)ινος, ὁ (Α) είδος νομίσματος, πιθ. το δηνάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνθ. λ. με α συνθετικό το ὅλος. Το β συνθετικό προέρχεται από το λατ. (aurum) coctum «χρυσός ψημένος» < λατ. τ. coquo «ψήνω» (λατ. ct > tt)] …   Dictionary of Greek

  • ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • στάγιον — τὸ, Α το δηνάριο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”